Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η τροπή

  • 1 оборот

    оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση
    * * *
    м
    1) ( поворот) η στροφή, η τροπή
    2) эк. η κυκλοφορία

    де́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία

    3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος

    на оборо́те — o πισθεν

    4)

    оборо́т ре́чи — η έκφραση

    Русско-греческий словарь > оборот

  • 2 оборачиватьаться

    оборачивать||аться
    1. (поворачиваться) στρέφομαι, γυρίζω (άμετ.)·
    2. (о капитале и т. ἡ.) κυκλοφορὤ
    3. (об обстоятельствах и т. п.) παίρνω τροπή, πηγαίνω:
    дело \оборачиватьатьсяается плохо ἡ ὑπόθεση παίρνει ἄσχημη τροπή·
    4. (успеть сделать, вернуться) разг γυρίζω·
    5. (превращаться в кого-л.) μεταμορφώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > оборачиватьаться

  • 3 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 4 поворот

    поворот
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·
    2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·
    3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:
    \поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή.

    Русско-новогреческий словарь > поворот

  • 5 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 6 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 7 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 8 приведение

    ουδ.
    1. βάλσιμο (σε κίνηση, ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)•

    приведение в порядок τακτοποίηση, διευθέτηση•

    приведение в движение βάλσιμο σε κίνηση.

    2. οδήγηση,φορά•

    приведение к гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)•

    приведение к поражению οδήγηση στην ήττα.

    3. παρουσίαση, προσαγωγή• παράθεση.
    (μαθ.) τροπή•

    приведение к общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλασμάτων) σε ομώνυμα.

    Большой русско-греческий словарь > приведение

  • 9 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 10 неблагоприятный

    неблагоприятный
    прил δυσμενής, μή εὐνοϊκός/ ἐνάντιος (о ветре):
    дело приняло \неблагоприятный оборот ἡ ὑπόθεση πήρε ἄσχημη τροπή· \неблагоприятный ответ (отзыв) ἡ ἀρνητική ἀπάντηση.

    Русско-новогреческий словарь > неблагоприятный

  • 11 приведение

    приведение
    с
    1. (фактов, данных и т. я.) ἡ παράθεση [-ις], ἡ προσαγωγή:
    \приведение доказательств ἡ προσαγωγή ἀποδείξεων
    2. (в какое-л. состояние):
    \приведение в движение ἡ θέση σέ κίνηση· \приведение в действие θέση σέ ἐνέργεια· \приведение в порядок а) ἡ τακτο-ποίηση [-ις], ἡ διευθέτηση [-ις], б) (уборка) τό συγύρισμα· \приведение в соответствие ἡ ἀναπροσαρμογή· ◊ \приведение к присяге ἡ ὁρκωμοσία· \приведение к общему знаменателю мат ἡ τροπή ἐτερωνύμων κλασμάτων σέ ὁμώνυμα

    Русско-новогреческий словарь > приведение

  • 12 принимать

    приним||ать
    несов
    1. (получать) παίρνω, λαβαίνω, (παρα)λαμβάνω / δέχομαι (предложенное):
    \принимать пакет λαβαίνω τό δέμα· \принимать раднограмму παίρνω ραδιογράφημα· \принимать подарок δέχομαι δῶρο·
    2. (должность и т. ἡ.) ἀναλαμβάνω, ἀναλα-βαίνω·
    3. (включать в состав) δέχομαι, παίρνω:
    \принимать в партию δέχομαι στό κόμμα· \принимать на работу παίρνω στή δουλειά·
    4. (гостей, посетителей и т. п.) δέχομαι, δεξιοδμαι:
    холодно \принимать кого́-л. ὑποδέχομαι ψυχρά κάποιον врач \приниматьа́ет с часу до пяти ὁ γιατρός δέχεται ἀπό τήν μία ὡς τις πέντε·
    5. (резолюцию, постановление и т. п.) ψηφίζω, παίρνω, ἐγκρίνω:
    \принимать закон ψηφίζω νόμο·
    6. (пищу, лекарство и т. п.) παίρνω, πίνω:
    \принимать пилюлю παίρνω χάπι· \принимать порошок πίνω σκονάκι·
    7. (за кого-л., что-л.) παίρνω γιά, ὑπολαμ-βάνω:
    \принимать за знакомого τόν παίρνω γιά γνώριμο, τόν παίρνω γιά γνωστό· \принимать что-л. за чистую монету τό παίρνω κάτι τοις μετρητοίς·
    8. (характер, форму и т. п.) ἀποκτω:
    дело \приниматьа́ет дурной оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἄσχημη τροπή· \принимать всерьез τό παίρνω στά σοβαρά· \принимать что-л. в шу́тку τό παίρνω στ' ἀστεΐα· ◊ \принимать ванну κάνω μπάνιο· \принимать бой δέχομαι μάχη· \принимать гражданство πολιτογραφοῦμαι· \принимать присягу ὀρκοδοτώ, παίρνω δρκον, ὀρκωμοτώ· \принимать меры λαμβάνω μέτρα· \принимать участие в чем-либо παίρνω μέρος σέ κάτι· \принимать к сведению λαμβάνω ὁπ· δψη· \принимать во внимание λαμβάνω ὑπ' δψιν, ἀναλογίζομαι· \принимать что-л. близко к сердцу τό παίρνω κατάκαρδα· не \принимать в расчет δέν (τό) λογαριάζω· \принимать обязательства ἀναλαμβάνω ὑποχρεώσεις· \принимать вид παίρνω ὕφος, κάνω τόν...· \принимать за правило θεωρώ κανόνα· \принимать на себя ἀναλαμβάνω· \принимать по́зу παίρνω πόζα· \приниматьа́я во внимание, что... παίρνοντας ὑπ' ὅψη ὅτι...· не \приниматьа́я во внимание... μην παίρνοντας ὑπ' ὅψη, ἀγνοώντας· \принимать ро́ды, \принимать ребенка ξεγεννώ γυναίκα.

    Русско-новогреческий словарь > принимать

  • 13 солнцестояние

    солнцестояние
    с астр. τό ήλιοστάσιο[ν], ἡ τροπή (τοῦ ήλίου).

    Русско-новогреческий словарь > солнцестояние

  • 14 drift

    [drift] 1. noun
    1) (a heap of something driven together, especially snow: His car stuck in a snowdrift.) παρασυρόμενη μάζα
    2) (the direction in which something is going; the general meaning: I couldn't hear you clearly, but I did catch the drift of what you said.) τροπή,νόημα
    2. verb
    1) (to (cause to) float or be blown along: Sand drifted across the road; The boat drifted down the river.) παρασέρνω,-ομαι
    2) ((of people) to wander or live aimlessly: She drifted from job to job.) περιπλανιέμαι
    - driftwood

    English-Greek dictionary > drift

  • 15 twist

    [twist] 1. verb
    1) (to turn round (and round): He twisted the knob; The road twisted through the mountains.) στρίβω, στριφογυρίζω
    2) (to wind around or together: He twisted the piece of string (together) to make a rope.) στρίβω, πλέκω, συστρέφω
    3) (to force out of the correct shape or position: The heat of the fire twisted the metal; He twisted her arm painfully.) (δια)στρεβλώνω, στραμπουλώ
    2. noun
    1) (the act of twisting.) στρίψιμο
    2) (a twisted piece of something: He added a twist of lemon to her drink.) στάλα
    3) (a turn, coil etc: There's a twist in the rope.) στροφή, κουλούρα
    4) (a change in direction (of a story etc): The story had a strange twist at the end.) τροπή
    - twister

    English-Greek dictionary > twist

  • 16 вертихвостка

    θ.
    (απλ.) γυναίκα ερωτό-τροπη, που τα θέλει, που κουνάει την ουρά.

    Большой русско-греческий словарь > вертихвостка

  • 17 камуфлет

    α.
    1. υπόγεια έκρηξη οβίδας, νάρκης.
    2. μτφ. άσχημη τροπή υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > камуфлет

  • 18 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 19 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 20 неблагоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    δυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•

    счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•

    -ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•

    неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.

    || αρνητικός• άσχημος•

    на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагоприятный

См. также в других словарях:

  • τροπή — turn fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπή — η 1. μεταβολή κατεύθυνσης: Τροπή προς νότο. 2. μτφ., αλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή: Τροπή του κλάσματος σε ακέραιο. 3. ανταλλαγή: Τροπή χρημάτων. 4. μεταβολή ενός φθόγγου σε έναν άλλο: Τροπή του η σε ω. 5. καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… …   Dictionary of Greek

  • τροπῇ — τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροπέω turn pres subj mp 2nd sg τροπέω turn pres ind mp 2nd sg τροπέω turn pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπῃ — τρόπηι , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπῆι — τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπέω turn pres subj mp 2nd sg τροπῇ , τροπέω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαῖς — τροπή turn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαῖσι — τροπή turn fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαί — τροπή turn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπᾶς — τροπή turn fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπήν — τροπή turn fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»